- υπογυναικώνομαι
- και λόγιος τ. υπογυναικούμαι, -όομαι, Ν1. υποτάσσομαι στη γυναίκα, στις θελήσεις τής γυναίκας2. παντρεύομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)-* + γυναίκα. Το λόγιο ρ. ὑπογυναικοῦμαι μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ἀκρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.